ΕΥΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

2020-04-08

Το ουράνιο τόξο που δεν χάθηκε
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ουράνιο τόξο. Ήταν ένα πολύ όμορφο ουράνιο τόξο, φωτεινό, λαμπερό, μεγάλο με πλούσιες αποχρώσεις.
Αυτό το ουράνιο τόξο δεν έμοιαζε με κανένα άλλο, γιατί συνέχεια βρισκόταν σε κίνηση. Τα χρώματά του δεν κάθονταν ποτέ ήσυχα. Εκεί που φαινόταν όμορφο και ήρεμο, τα χρώματα ανακατεύονταν, άλλες φορές έτσι για πλάκα και άλλες φορές για σοβαρά. Κι αυτό επειδή το αποτελούσαν αμέτρητα μικρά φωτάκια που είχαν όλες τις αποχρώσεις των εφτά χρωμάτων του. Τα φωτάκια του όλη την ώρα έπαιζαν, έτρεχαν, γελούσαν και πείραζαν το ένα το άλλο. Και έτσι όπως έτρεχαν, τη μια φαινόταν ότι το ουράνιο τόξο χαλούσε και την άλλη ότι γινόταν πάλι από την αρχή.
Το ουράνιο τόξο έλαμπε σε μια χώρα που είχε πολλά δέντρα, μικρά και μεγάλα, πολλά βουνά, ψηλά και χαμηλά, πολλές λίμνες, στρογγυλές και μακρόστενες.
Οι εποχές περνούσαν, τα δέντρα άλλαζαν χρώματα και μαζί τους και τα μικρά και τα μεγάλα βουνά και μαζί μ' αυτά άλλαζαν χρώματα κι οι λίμνες.
Ήρθε όμως μια μέρα που τα φωτάκια του ουράνιου τόξου έπρεπε να φύγουν μακριά. Είχε περάσει ο καιρός που πήγαιναν πάνω κάτω, φώτιζαν, έπαιζαν και το έφτιαχναν με τις αποχρώσεις τους ξανά από την αρχή. Τα φωτάκια μάζεψαν τα πραγματάκια τους σ' ένα μπογαλάκι κι έφυγαν για ταξίδια μακρινά.
Έτσι πρόσταζαν οι καιροί.
Ο καιρός του ουράνιου τόξου είχε περάσει.
Τα φωτάκια σκόρπισαν.
Το καθένα τράβηξε τον δρόμο του.
Μερικά χάθηκαν στην απεραντοσύνη του κόσμου. Άλλα έσβησαν εντελώς και δεν ξαναφώτισαν ποτέ πια. Άλλα ταξίδεψαν πολύ μακριά. Άλλα πάλι που δεν αγαπούσαν τα ταξίδια, έμειναν κάπου εκεί κοντά.
Και ο καιρός περνούσε.
Και οι εποχές άλλαζαν.
Στην όμορφη χώρα με τα μικρά και τα μεγάλα δέντρα, τα ψηλά και τα χαμηλά βουνά, τις στρογγυλές και τις μακρόστενες λίμνες, το ουράνιο τόξο δεν φώτιζε πια. Τα φωτάκια, το καθένα στον δικό του μικρό κόσμο, ζούσε τη δική του μικρή φωτεινή ιστορία.
Κάποιες φορές όμως, κάποιες στιγμές μαγικές, μερικά από αυτά θυμούνταν το ουράνιο τόξο. Αλλά το ξεχνούσαν αμέσως μετά. Έλεγαν, πάει, αυτά πέρασαν τώρα. Μερικά το είχαν ξεχάσει τελείως, όμως κάποια άλλα το σκέφτονταν πάντα με νοσταλγία.
Ο καιρός κύλησε και ήταν μια μέρα συννεφιασμένη που ήρθαν οι σταγόνες της βροχής. Έπεφταν μουρμουρίζοντας και ψιθυρίζοντας και έλεγαν κάτι για ένα ξεχασμένο ουράνιο τόξο. Τότε έγινε κάτι μαγικό! Τα φωτάκια άρχισαν να φέγγουν πιο ζωηρά και να τρέχουν πιο γρήγορα. Κάτι ξυπνούσε μέσα τους το μουρμούρισμα της βροχής. Κάτι ξεχασμένο και μακρινό. Τότε ξαφνικά, κάποια από αυτά, έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο. Και ήρθαν οι θύμισες. Θύμισες παλιές που έλεγαν «εδώ ανήκουμε, εδώ, το ένα κοντά στο άλλο». Και τα φωτάκια θυμήθηκαν ξανά ότι κάποτε ήταν όλα μαζί ένα υπέροχο, φωτεινό ουράνιο τόξο με λαμπερά χρώματα και πλούσιες αποχρώσεις. Και αποφάσισαν να λάμψουν και πάλι.
Έτσι ένα υγρό σούρουπο που οι σταγόνες της βροχής κρέμονταν ακόμα πάνω στα πράσινα φύλλα των μικρών και των μεγάλων δέντρων της όμορφης χώρας, ήρθε η στιγμή και τα φωτάκια έσμιξαν μετά από πολύ καιρό ξανά, το ουράνιο τόξο έλαμψε και πάλι
Τρεις μέρες φώτιζε από ψηλά.
Τρεις μέρες τα φωτάκια γιόρταζαν το αντάμωμα.
Τρεις μέρες πηγαινοέρχονταν χαρούμενα, ανακαλύπτοντας από την αρχή τις ξεχασμένες αποχρώσεις τους.
Και είπαν: «Το ουράνιο τόξο δεν πρέπει να χαθεί ποτέ! Ας ζούμε το καθένα τη μικρή φωτεινή ζωή μας χωριστά.»
Έτσι, κάθε φορά μετά τη μεγάλη βροχή του καλοκαιριού, τα φωτάκια σμίγουν ξανά, τα χρώματα ενώνονται, οι αποχρώσεις βρίσκονται και το ουράνιο τόξο χαρίζει στον ουρανό τη μοναδική λάμψη του.
Συνάντηση συμμαθητών, Γενικό Λύκειο Μονάχου

* Το κείμενο έγραψε η Εύα Παπαθανασίου - παρακολούθησε τον Α' κύκλο του εργαστηρίου συγγραφής των εκδόσεων Αλάτι. Γράφτηκε με αφορμή την παρακάτω συγγραφική πρό(σ)κληση.