Κείμενα με κιθάρα

2021-11-18

Μέλη του έβδομου κύκλου του εργαστηρίου συγγραφής Αλάτι 

γράφουν με αφορμή μία εργασία εξάσκησης 


Ευθαλίδου Σοφία

Η κιθάρα των αναμνήσεων

Ο ήχος της σαν να μου φέρνει στο μυαλό εικόνες όμορφες από τη Θεσσαλονίκη. Τα γερασμένα χέρια μου τη χαϊδεύουν στοργικά, όπως χάιδευαν κάποτε το χέρι του οργανοπαίχτη της. Πόσα βράδια στο λιμάνι, καθισμένη στην αποβάθρα, να τον ακούω να παίζει μουσική και να σιγοτραγουδά μόνο για μένα.

Καλοκαίρι, Αγάπη και Κιθάρα.


Καλογεροπούλου Μυρσίνη

Μια τόσο μακρινή απουσία. Αρχή Η πόρτα τρίζει. Πέπλο σιωπής. Τα δάχτυλά σου με τα φαγωμένα νύχια δεν αγγίζουν τις χορδές.


Καραχλέ Μαρίνα

Κλειδωμένες χορδές

Το υπόγειο της εξοχικής κατοικίας των γονιών του ήταν, από τα παιδικά του χρόνια, το μέρος που μισούσε και λάτρευε ταυτόχρονα. Εκεί συνήθιζε να τον τιμωρεί για ατελείωτες ώρες η μητέρα του. Σε μια γωνιά, πίσω από τα μπαούλα, είχε βρει την κιθάρα του παππού του -παλιός οργανοπαίχτης της περιοχής- και την έκανε μοναδική του φίλη.

Είχαν περάσει δύο εβδομάδες από την τελευταία φορά που άνοιξε την καταπακτή. Εκείνη τον περίμενε καρτερικά πίσω από την πόρτα. Εκείνη γνώριζε...

(Αρχή διηγήματος)


Μάνου Άννα

Η κιθάρα του παππού

Τρεις δεκαετίες που έφυγε ο παππούς κι η κιθάρα του πάντα εκεί, μπροστά στην πόρτα της μικρής αποθηκούλας ακούνητη. Μόνο κάθε Σάββατο η γιαγιά την έπαιρνε στα χέρια της, την ξεσκόνιζε πολύ προσεκτικά και μετά την έβαζε πάλι στη ίδια θέση. Ήξερα πως η γιαγιά κι ο παππούς είχαν ζήσει ένα μεγάλο έρωτα, κάτι για το οποίο συχνά την πείραζαν τα παιδιά της. Μικρή πήγαινα και την κρυφοκοίταζα την ώρα που την καθάριζε. Δεν έδινα δεκάρα τσακιστή για την τελετή της καθαριότητας, εμένα μ' ενδιέφερε να καταγράψω τις αντιδράσεις της γιαγιάς, όταν την κρατούσε στα χέρια της. Ήταν κάτι σαν παιχνίδι, σαν βουτιά στον κόσμο των μεγάλων. Όμως ποτέ δεν είδα καμιά αντίδραση κι έφευγα πάντα απογοητευμένη. Έτσι έχανα το χάδι και το φιλί που της έδινε, όταν καταλάβαινε ότι έφυγα πριν την ξαναβάλει στη θέση της. Στο στόμα της είχε και δεν είχε ένα χαμόγελο, ένα ελαφρότατο χαμόγελο, κάτι σαν της Τζοκόντας φανταστείτε. Στα μάτια της όμως, σ' αυτά τα χιλοτραγουδισμένα μάτια απ' τον παππού μου, έβλεπες χιλιάδες λέξεις να τρέχουν και να χαϊδεύουν τη κιθάρα που άγγιξαν τα χέρια του, τις χορδές που κάποτε τραγούδησαν τον ερώτα τους... τα όνειρα τους... Ο παππούς που ποτέ δεν γνώρισα, μου έλεγαν ότι ήταν ένας σοβαρός σιωπηλός κύριος. Μιλούσε μόνο με την κιθάρα, αλλά και στη γιαγιά δεν άρεσαν ποτέ οι φλυαρίες, μιλούσε με τα μάτια. Σ' ένα πανηγύρι, λοιπόν, πριν πολλά χρόνια, ο παππούς καθόταν σ' ένα τραπέζι με τους φίλους του κι έπαιζε κοιτώντας την άγνωστη κοπέλα στ' απέναντι τραπέζι που του απαντούσε με τα μάτια. Ήταν η στιγμή του δικού τους big bang του έρωτά τους.


Μιχαλοπούλου Κατερίνα

Η συγχορδία της απουσίας σου

Ότι θυμάμαι από σένα έχει τον ήχο της μόνιμης απουσίας. Αυτόν τον εκκωφαντικό ήχο που δεν με άφηνε να ξεκουραστώ τις νύχτες. Κάθε βράδυ, την ώρα που γινόσουν ακόμα πιο όμορφος κι έφευγες για τη δουλειά, εγώ σε παρατηρούσα κρυφά κι ένιωθα να τελειώνει σιγά σιγά ο αέρας γύρω μου. Τις ώρες που έλειπες ένα κουφάρι περιφερόταν στο σπίτι μας, διψώντας για μια αγκαλιά, ένα χάδι, μια κουβέντα της καρδιάς. Και μόνο όταν γύριζες, κάπου κοντά στο ξημέρωμα, αυτό το κουφάρι το έσκαγε από το παράθυρο. Και τότε γέμιζε φως το σπίτι μας. Πάντοτε σε θυμάμαι να με τυλίγεις στα χέρια σου και να λες: «Καρδιά μου, ψυχή μου, εγώ είμαι εδώ κι όταν λείπω. Μη μου στεναχωριέσαι». Όμως εγώ δεν το καταλάβαινα. Έβλεπα μόνο εκείνο το μικρό κοριτσάκι με το λυπημένο βλέμμα και το αγορίστικο κούρεμα, που κάθε μέρα περίμενε εκείνη να γυρίσει από τη δουλειά, τα ψώνια, τη διασκέδαση. Εκείνη τη μητέρα με το παγωμένο χαμόγελο και την αγκυλωμένη αγκαλιά. Εκείνη την αψεγάδιαστη μορφή με το καθώς πρέπει περίβλημα και το αυτοματοποιημένο συναίσθημα. Αυτός κι η κιθάρα του δεν ήταν παρά μόνο το είδωλο της σ' έναν θρυμματισμένο καθρέφτη.


Μπαλάσκα Σοφία

Η εγκατάλειψη μιας κιθάρας

Την άφησα εκεί, πίσω από την πόρτα κι έφυγα. Κι η κιθάρα μου έμεινε εκεί, να μου θυμίζει την πρώτη φορά που την έπιασα στα χέρια μου κι έγραψα ένα τραγούδι για εμάς. Τώρα πια, κάθε φορά που την κρατάω στα χέρια μου, πονάω. Σαν οι χορδές να μου αφήνουν πληγές. Γι' αυτό την άφησα εκεί που έπρεπε, στο παρελθόν. Πίσω από την κλειστή πόρτα του παλιού μου σπιτιού. Αυτή η μετακόμιση έμελλε να μου αλλάξει τη ζωή. Καιρό τώρα την είχα στο μυαλό μου. Όλα τα πήρα φεύγοντας, μα ήμουν αποφασισμένη ν' αφήσω πίσω την κιθάρα. Θ' αγόραζα μια καινούργια και θα «γέμιζα» τις χορδές της με νέες μουσικές.


Ναζλή Κατερίνα

Ξεχασμένη κιθάρα

Γύρισα στο πατρικό μου μετά από έναν μεγάλο καβγά με τον άντρα μου. Για την ακρίβεια άλλον έναν μεγάλο καβγά. Χρόνια τώρα έφτανα ως την πόρτα και μετάνιωνα. Κάτι στο ύφος του παρακλητικό, κάτι στα λόγια του ψευτοϋποσχετικό, μάλλον κάτι από τη δική μου αδυναμία να κάνω το επόμενο βήμα προς την έξοδο. Πισωγύριζα.

Στο χωριό δεν με περιμένει κάνεις. Κανένας εδώ και τρία χρόνια που έχασα τους γονείς μου τον έναν μετά τον άλλο. Δεν θα επέστρεφα εύκολα πίσω. Όλο ανέβαλλα. Ήθελα να καθαρίσω την αποθήκη, να πετάξω τα παλιά, άχρηστα πράγματα. Να χαρίσω τα ρούχα τους, ν' αδειάσω τα δωμάτια από τα γερασμένα έπιπλα. Μα δεν το έκανα. Δεν βρήκα τη δύναμη να επιστρέψω εκεί μόνη μου.

Κι από εδώ έφυγα βράδυ, βιαστικά κι απότομα. Ήθελα να νιώσω ελεύθερη. Να κάνω τις δικές μου επιλογές. Να ξεφύγω από τη μιζέρια του χωριού. Την προδιαγεγραμμένη μοίρα.

Μόνο η κιθάρα μου μου έλειψε, παρηγοριά στον ήχο της. Μα κι απ' αυτήν δραπέτευσα, γιατί δεν άντεχα τη θλίψη στις νότες της.

Όμως, τώρα που επέστρεψα πάλι, έμοιαζε να με περιμένει, να με καλωσορίζει σ' ένα μέρος που είναι μέσα μου κι απ' όπου δεν θα χρειαστεί να το σκάσω ξανά.


Πλιάτσικα Ελένη

Ό,τι απέμεινε

Τόση σκόνη εδώ μέσα. Σήμερα, που φοράω το καινούργιο μου παλτό! Θα χρειαστεί πάλι καθαριστήριο και τα καθυστερούν τόσο πολύ. Μα δεν ήταν στο πρόγραμμα. Ήρθα μόνο για να βρω ένα παλιό ζευγάρι αθλητικά και να 'μαι εδώ καθισμένη, στο ξύλινο πάτωμα της σοφίτας, να κοιτάζω με τις ώρες μια κιθάρα. Τη δική σου κιθάρα. Δεν πρόλαβα να βρω καν αυτό που έψαχνα. Με το που την αντίκρισα, λύγισα. Ξεπήδησαν άξαφνα όλες οι αναμνήσεις και με ισοπέδωσαν. Κι είχα αποφύγει τόσο καιρό το κάθε συναίσθημα. Νόμιζα πως είχα ξεφορτωθεί καθετί δικό σου. Νόμιζα.

Πώς γίνεται να μην την είχα δει; Πώς δεν ξέσπασα πάνω της τότε που ο πόνος δεν μ' άφηνε να κοιμηθώ τα βράδια; Από τότε είχα να έρθω εδώ. Ίσως για να γλιτώσει κάτι απ' όλο αυτό. Κάτι που να θυμίζει την μελωδία της ψυχής μας όταν βρισκόμασταν εδώ κλεισμένοι με τις ώρες.


Σαρσαλιώτη Αθανασία

Μακριά κι αγαπημένοι

Δεν άντεχε τον ήχο της κιθάρας του εχθές το βράδυ. Και μολονότι την αγαπούσε τόσο πολύ, οι χορδές, το σχήμα, οι νότες και τα κουρντίσματα, μόνο δυσφορία του δημιουργούσαν. Αποφάσισε πως για λίγες ώρες μπορούσαν να ζήσουν χώρια. Άνοιξε την πόρτα και την έβγαλε από το δωμάτιο. Τη στήριξε όρθια στην πόρτα του απέναντι δωματίου, την κοίταξε σαν για χαιρετισμό και κλειδώθηκε στο δωμάτιό του. Μακριά κι αγαπημένοι απόψε.


Σταματελάτου Κατερίνα

Κιθάρα έτσι κι αλλιώς

Μάτωσαν τα δάχτυλα του πάνω στις χορδές, μέρες τώρα. Χωρίς ύπνο, χωρίς νερό, να βγάλει το τραγούδι τους. Να μην ξεχάσει, να μην προδοθεί η αγκαλιά τους, η τελευταία. Τώρα σιωπή έτσι κι αλλιώς.